- Κορινθοειδής
- Κορινθοειδής, ές,A of Corinthian style, κέραμος K.
προστεγαστήρ SIG 245 i 35
(Delph., iv B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προστεγαστήρ SIG 245 i 35
(Delph., iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κορινθοειδής — κορινθοειδής, ές (Α) επιγρ. ο κατασκευασμένος κατά τον κορινθιακό ρυθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Κόρινθος + ειδής (< εἶδος)] … Dictionary of Greek